Αριήλ ή Αριέλ — Εβραϊκή λέξη που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως όνομα αντρών και ως συμβολική ποιητική ονομασία της Ιερουσαλήμ. Μεταφορικά σημαίνει και τον άγγελο. Οι κυριότερες σημασίες της λέξης είναι λιοντάρι του Θεού, μυστικό όνομα του θυσιαστηρίου,… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Le Secret de la Petite Sirène — Pour les articles homonymes, voir La Petite Sirène. Le Secret de la Petite Sirène Données clés Titre original The Little Mermaid: Ariel s Beginning Réalisation Peggy Holmes Sociétés de production … Wikipédia en Français
Ariel (Disney) — Saltar a navegación, búsqueda Princesa Ariel Personaje de La Sirenita Información Sexo Femenino Edad 16 años Título Princesa Cónyuge … Wikipedia Español
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Ζάνγκβιλ, Ίσραελ — (Israel Zangwill, 1864 – 1926). Άγγλος συγγραφέας και σιωνιστής ηγέτης, εβραϊκής καταγωγής. Ασχολήθηκε από νωρίς με τη δημοσιογραφία και έγινε διευθυντής της επιθεώρησης Αριέλ, από τις στήλες της οποίας καταπολέμησε με πάθος τους εχθρούς του… … Dictionary of Greek
Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Ντιπιί ντε Λομ, Στανισλάς Σαρλ — (Stanislas CharlesDupuy de Lome, Πλομέρ, Βρετάνη 1816 – Παρίσι 1885). Γάλλος ναυπηγός μηχανικός. Το 1842 ειδικεύτηκε στη Μεγάλη Βρετανία στην κατασκευή πλοίων από σίδηρο και μετά την ενδιαφέρουσα έκθεση που υπέβαλε κατά την επιστροφή του, του… … Dictionary of Greek